ΑΤΛΑΝΤΑΣ ΘΡΑΥΣΤΩΝ ΑΔΡΑΝΩΝ ΥΛΙΚΩΝ
ΜΙΑ ΒΑΣΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΕΝΕΡΓΑ ΛΑΤΟΜΕΙΑ ΑΔΡΑΝΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Δημήτριος Μπίτζιος, Δρ.Γεωλόγος - Κοιτασματολόγος, τ.Διευθυντής Κοιτασματολογίας και του Τομέα Ορυκτών Πόρων και Μεταλλευτικής Έρευνας ΙΓΜΕ.
Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος, Γεωλόγος - Κοιτασματολόγος, τ.Αναπληρωτής Προϊστάμενος Περιφερειακής Μονάδας Πελλοπονήσου του ΙΓΜΕ.
1.Εισαγωγή
Ο Άτλαντας των Αδρανών Υλικών αποτελούσε πάντοτε μια αναγκαιότητα, γιατί μέχρι σήμερα δεν υπήρχε μια συστηματική καταγραφή και αξιολογηγη των ενεργών λατομείων αδρανών υλικών της χώρας μας καθώς και των παραγομένων προϊοντων τους. Το κενό αυτό συμπληρώθηκε από την έκδοση του πρώτου Άτλαντα Θραυστών Αδρανών Υλικών, σε δύο καλαίσθητους σκληρόδετους τόμους και συνοδεύεται και από ένα CD. Ο Άτλαντας εκπονήθηκε από πολυμελή επιστημονική ομάδα του Ινστιτούτου Γεολογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ), στα πλαίσια συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων ενταγμένων στο Γ' Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης (Γ' ΚΠΣ). Το έργο αυτό αποτελεί μια συστηματική προσπάθεια να συγκεντρωθούν, να αξιολογηθούν και να ταξινομηθούν στοιχεία σχετικά με την εκμετάλλευση των αδρανών υλικών του Ελληνικού χώρου.
2. ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΑ ΑΔΡΑΝΗ ΥΛΙΚΑ
Tα αδρανή υλικά είναι οι περισσότερο χρησιμοποιούμενες φυσικές πρώτες ύλες στον πλανήτη μας. Ονομάσθηκαν «αδρανή υλικά», γιατί θεωρήθηκαν ότι δεν αντι- δρούν χημικά με τις διάφορες συγκολλητικές ύλες στα σύνθετα μίγ- ματα που δημιουργούνται. Βέβαια, τα δεδομένα αυτά δεν ανταποκρί- νονται πλήρως με την πραγματικότητα καθόσον η χημική αδράνεια των υλικών αυτών εξαρτάται από την ορυκτολογική και χημική τους σύσταση και τα υλικά που έρχονται σε επαφή. Με τον όρο αδρανή υλικά, χαρακτηρίζουμε τα λίθινα στοιχεία, διαφόρων διαστάσεων, που προέρχονται από την εξόρυξη κατάλληλων πετρωμάτων ή/και από την απόληψη φυσικών αποθέσεων θραυσμά- των τους και τα οποία, μετά από θραύση ή λειοτρίβηση ή ταξινόμηση, χρησιμοποιούνται:
(α) ως αυτούσια σε μορφή σκύρων ή μεγαλύτερων τεμαχίων στην οδοποιία και σε λοιπά τεχνικά έργα, ή
(β) μετά από ανάμιξή τους με συγκολλητικές κονίες, όπως τσιμεντο- κονία, ασβεστοκονία, άσφαλτος κ.α., δημιουργώντας, ένα νέο εύ- πλαστο και χρήσιμο σύνθετο υλικό, όπως είναι το σκυρόδεμα ή το ασφαλτόμιγμα ή το κονίαμα ή άλλο μίγμα.
Στα αδρανή υλικά εντάσσονται και τα πετρώματα, που χρησιμοποι- ούνται για την παραγωγή ασβέστη ή υδραυλικών
κονιών (τσιμέντα) ή συλλιπασμάτων μεταλλουργίας.
Τα αδρανή υλικά περιέχονται επίσης, ως υλικά πλήρωσης, σε προϊό- ντα καθημερινής χρήσης, όπως είναι το χαρτί, το γυαλί, τα πλαστικά, τα χρώματα και άλλα είδη οικιακής χρήσης.
Χρησιμοποιούνται ακόμη στην ιατρική, στη γεωργία και στην προστα- σία του περιβάλλοντος όπως π.χ. στα φίλτρα περιορισμού των εκπομπών διοξειδίου του θείου από τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας. Τα αδρανή υλικά εκτός από τα φυσικά πετρώματα, μπορεί να προέρ- χονται από σκωρίες, από απορρίμματα παλαιών μεταλλευτικών και λατομικών εργασιών εκμετάλλευσης, από υλικά κατεδαφίσεων, από κονιορτοποιημένα υλικά παλαιών οδοστρωμάτων, ενώ παράγονται και τεχνητά αδρανή μετά από διαπύρωση πετρωμάτων κ.α. Τα Θραυστά Αδρανή Υλικά, όσον αφορά στη λιθολογική τους σύσταση και το πεδίο χρήσης τους, διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
(α) Συνήθη ή συμβατικά αδρανή για οικοδομικές χρήσεις, για την οδοποιία, σε τεχνικά έργα καθώς και για τις υποβάσεις και βάσεις των δρόμων. Στα πλαίσια των παραπάνω χρήσεων η παρα- γωγή του συνήθους σκυροδέματος καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς. Τα αδρανή της κατηγορίας αυτής είναι γενι- κά ανθρακικής σύστασης, γιατί αφενός ικανοποιούν τις ποιοτικές απαιτήσεις των έργων συνδυάζοντας το σχετικά χαμηλό κόστος παραγωγής και αφετέρου επειδή τα ανθρακικά πετρώματα πα- ρουσιάζουν ευρεία εξάπλωση στον Ελληνικό χώρο και,
(β) Αδρανή ειδικών χρήσεων για αντιολισθηρούς ασφαλτοτάπητες ή υποβάσεις σιδηροδρομικών γραμμών και τα οποία συνίστανται κυρίως από ηφαιστειακά πετρώματα ή άλλα κατάλληλης σύστα- σης πετρώματα. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται επίσης και τα αδρανή για τη παραγωγή τσιμέντου ή ασβέστη, που είναι μεν ασβεστολιθικής σύστασης αλλά ειδικών προδιαγραφών (όρια πε- ριεκτικότητας κύριων στοιχείων, απουσία προσμίξεων κ.α.).
Οι κατηγορίες αυτές των αδρανών υλικών αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο από το ισχύον νομικό πλαίσιο, όσον αφορά στις προϋπο- θέσεις αδειοδότησης των λατομείων (ειδική μελέτη καταλληλότητας για τα αδρανή ειδικών χρήσεων), στους περιορισμούς ίδρυσης λατομείων εντός θεσμοθετημένων λατομικών περιοχών κ.α.Τα αδρανή υλικά είναι στενά συνδεδεμένα με την οικονομική ανάπτυξη και γενικότερα με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Φανταστείτε την σύγχρονη ζωή μας χωρίς σκυρόδεμα, σοβάδες ή χρώ- ματα βαφής, ή πλαστικά, ή ακόμη χωρίς ορισμένα φάρμακα ή και καλ- λυντικά. Όλα αυτά βασίζονται κατά κύριο λόγο στα αδρανή υλικά ή περιέχουν στα συστατικά τους αδρανή υλικά. Ιδιαίτερα στα ασφαλτομίγματα ή στο σκυρόδεμα το ποσοστό της συμμετοχής των αδρανών υλικών υπερβαίνει το 80%. Μεγάλη επίσης είναι η συμμετοχή των ανθρακικών αδρανών υλικών σε εδαφοβελτιωτικά στη γεωργία, ενώ τα τελευταία χρόνια τα αδρανή χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο σε περιβαλ- λοντικές εφαρμογές, όπως στην ανάσχεση των εδαφικών διαβρωτικών διεργασιών, ή στη διαδικασία της εξουδετέρωσης των εκπομπών SO2 των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής κ.α. Ένα ενδιαφέρον μετρήσιμο στοιχείο είναι η κατά κεφαλή παραγωγή αδρανών υλικών, που παρουσιάζεται στο παρακάτω γράφημα (Σχήμα 1) και η οποία αποτελεί δείκτη ανάπτυξης μιας χώρας.
Σχήμα 1: European Environmental Agency; Per Capital Production of Primary Aggregates in 2005
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της σύνδεσης του ύψους παραγωγής των αδρανών υλικών με το ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης ήταν η Ιρλανδία με την αλματώδη ανάπτυξη πριν λίγα χρόνια, που συνδυάσθηκε με το υψηλότερο ποσοστό παραγωγής αδρανών υλικών στον Ευρωπαϊκό χώρο, που έφθασε τους 31,7 τόνους ανά άτομο. Βέβαια μετά υπήρξε η γνωστή οικονομική κρίση των Τραπεζών που είχε σαν συνέπεια και τη ραγδαία πτώση του δείκτη ανάπτυξης. Λαμβάνοντας υπόψη τη συνολική ετήσια παραγωγή σε σχέση με το πληθυσμό της χώρας, εκτιμούμε ότι η κατά κεφαλή ετήσια παραγωγή (Per Capital Production) της Ελλάδας, για το χρονικό διάστημα του απογραφικού σταδίου (2007-8) της παρούσας μελέτης, ανέρχονταν σε 8,76 τον/άτομο, δηλαδή κατατασσόμασταν (βάσει του παραπάνω διαγράμματος) ανάμεσα στην Πορτογαλία και στην Ισπανία (Σχήμα 1). Ευνόητο ότι μετά την έναρξη της οικονομικής κρίσης, ο δείκτης αυτός άρχισε να μειώνεται.
Το πλήρες άρθρο στο τεύχος 1ο 2011 εδώ