ΝΕΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ ΑΔΡΑΝΗ ΥΛΙΚΑ ΣΤΙΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ
ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΣΗΜΑΝΣΗΣ CE ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Νικόλαος Λίτινας, Διπλωματoύχoς Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ, Υπεύθυνος Διαχείρισης Ποιότητας, ΑΕ Τσιμέντων Τιτάν
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Σύμφωνα με την Οδηγία 89/106 της ΕΟΚ που αφορά τα δομικά προϊόντα, κατάλληλα προς χρήση θεωρούνται τα δομικά προϊόντα που κατασκευάζονται για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις του έργου στο οποίο θα ενσωματωθούν και απαιτούν σήμανση CE εφόσον υπάρχει σχετική εναρμονισμένη Τεχνική Προδιαγραφή.
Με την ΚΥΑ (ΦΕΚ 386/20-3-2007) τα αδρανή υλικά που διατίθενται και χρησιμοποιούνται στις κατασκευές μετά την 1 Απριλίου 2008 στη χώρα μας υποχρεωτικά πρέπει να φέρουν σήμανση CE και ανάλογα με τη χρήση τους να ακολουθούνται τα αντίστοιχα Εναρμονισμένα Ευρωπαϊκά Πρότυπα ΕΛΟΤ ΕΝ.
Στο άρθρο γίνεται αναφορά στα αδρανή για σκυρόδεμα, ασφαλτικά, κονιάματα και σε έργα Οδοποιίας κάνοντας σύγκριση μεταξύ των υφισταμένων απαιτήσεων των Υπαρχόντων Ελληνικών Κανονισμών και των νέων αντιστοίχων προτύπων ΕΛΟΤ ΕΝ.
Επίσης αναφέρεται η εμπειρία από την Πιστοποίηση 9 Λατομείων του Ομίλου Τιτάν
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Αδρανή υλικά ονομάζονται τα λίθινα υλικά που δεν επιφέρουν χημικές μεταβολές στις σύνθετες τεχνητές ύλες των οποίων αποτελούν συστατικά. Τα αδρανή υλικά προέρχονται συνήθως από την εξόρυξη κατάλληλων πετρωμάτων ή την ανάληψη τους από φυσικές εναποθέσεις τους. Πρόσφατα χρησιμοποιούνται τεχνητά αδρανή που προέρχονται από επεξεργασία βιομηχανικών προϊόντων(συνθετικά). Στα νέα πρότυπα ΕΛΟΤ ΕΝ περιλαμβάνονται πλην των φυσικών αδρανών, επιπλέον, τα τεχνητά αδρανή καθώς και τα ανακυκλούμενα. Επιπλέον δίνεται η δυνατότητα χρήσης ανάμικτου υλικού 0/8 καθώς και filler με αντίστοιχες ποιοτικές απαιτήσεις. Εκτός από την χρήση τους στην παρασκευή σκυροδέματος τα αδρανή χρησιμοποιούνται στα επιχρίσματα, στην οδοποιία, στους σιδηροδρόμους και σε πολλές βιομηχανίες σαν πρώτη ύλη (τσιμέντο, ασβέστης) ή σαν προσθετικά (χαρτοποιία- ελαστικά). Στον Ελλαδικό χώρο τα αποθέματα των πετρωμάτων που είναι κατάλληλα για την παραγωγή αδρανών υλικών είναι απεριόριστα και ο αριθμός των λειτουργούντων λατομείων υπερβαίνει τα 230.